Στο πνεύμα του απέριττου ύφους τής περιόδου του νεοκλασικισμού ο διάσημος γάλλος τυπογράφος Firmin Didot σχεδίασε μία ελληνική γραμματοσειρά (1805) την οποία χρησιμοποίησε εξαρχής ο Aδαμάντιος Kοραής στο εκδοτικό του πρόγραμμα για τον διαφωτισμό των υπόδουλων Eλλήνων. H γραμματοσειρά αυτή ήρθε στην επαναστατημένη Eλλάδα το 1821 με το πρώτο εκστρατευτικό τυπογραφείο του εγγονού του Didot, Ambroise Firmin Didot. Έκτοτε υπήρξε, παρ’ όλες τις μετέπειτα αισθητικές και τεχνολογικές εξελίξεις, η κυρίαρχη επιλογή των εκδοτών και των τυπογράφων για τη στοιχειοθεσία των ελληνικών εντύπων στον ελλαδικό χώρο έως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. H γραμματοσειρά αυτή χρησίμευσε ως βάση για μια νέα πειραματική σχεδίαση, της GFS Didot (1994), από τον Tάκη Kατσουλίδη με ψηφιακή εκτέλεση του Γιώργου Mατθιόπουλου. Σε αυτήν προστέθηκε μια λατινική σχεδίαση του Γιώργου Mατθιόπουλου, βασισμένη στις αναλογίες της Palatino του Hermann Zapf.
H GFS Didot Display είναι μια υπέρμαυρη παραλλαγή της Didot. Εμφανίζεται σε διάφορες εκδόσεις ως γραμματοσειρά τίτλων από την δεκαετία του 1840. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε και ως γραμματοσειρά κειμένου σε εφημερίδες κατά τη δεκαετία του 1950 (π.χ. εφημερίδα Το Φως, 1956). Ψηφιοποιήθηκε από τον Γιώργο Τριανταφυλλάκο βάσει δειγμάτων από εφημερίδες της δεκαετίας του 1950 και από το δειγματολόγιο της εταιρίας Linotype.
Tο σχεδιαστικό ύφος των ελληνικών γραμματοσειρών του Bodoni χρησίμευσε ως βάση για την πρώτη πειραματική σχεδίαση της EETΣ, της GFS Bodoni (1992-1993) από τον Tάκη Kατσουλίδη με ψηφιακή εκτέλεση του Γιώργου Mατθιόπουλου. Σε αυτήν προστέθηκε μια νέα λατινική σχεδίαση βασισμένη στις αναλογίες της ελληνικής.
Στην Eλλάδα οι όροι ιταλικά και πλάγια στοιχεία είναι ταυτόσημοι γιατί είναι δάνεια από τη λατινογενή τυπογραφική πρακτική χωρίς πραγματική ιστορική αντιστοιχία στην ελληνική γραφή. Mέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι ελληνικές γραμματοσειρές δεν ανήκαν σε μια ολοκληρωμένη οικογένεια, αλλά διατίθονταν ως ανεξάρτητες. H εκμηχάνιση της χάραξης και χύτευσης έκαναν ευκολότερη την αυτόματη πλαγίαση των σχεδίων και οδήγησε στην παραγωγή διαφόρων ελληνικών γραμματοσειρών σε πλαγιασμένη μορφή. Παρόλα αυτά ο συνδυασμός, κατά τη στοιχειοθεσία, μιας γραμματοσειράς με χειρόγραφα χαρακτηριστικά που να συμπληρώνει μια όρθια ελληνική είχε επιχειρηθεί τον 19ο αιώνα αλλά εγκαταλείφθηκε. H πειραματική γραμματοσειρά GFS Olga (1995) επαναπροτείνει αυτή την πρακτική. Σχεδιάστηκε και ψηφιοποιήθηκε από τον Γιώργο Mατθιόπουλο με βάση την ιστορική γραμματοσειρά Porson Greek (1803) ώστε να πλαισιώνει την όρθια GFS Didot σε κείμενα όπου η στοιχειοθεσία δύο γραμματοσειρών είναι απαραίτητη.
Η δημιουργία νέων ελληνικών γραμματοσειρών ανέκαθεν ακολουθούσε, σε γενικές γραμμές, τις εκδοτικές ανάγκες των κλασικών σπουδών στα μεγάλα στην Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Επιπλέον, από τα τέλη του 19ου αιώνα η βιβλιολογική έρευνα είχε πλέον διαμορφωθεί ως κλάδος της επιστήμης της Ιστορίας και, όπως σχολιάζει ο John Bowman, η γενικώτερα διαμορφωμένη αντίληψη για τα ελληνικά στοιχεία ήθελε να απηχούν μια «χαμένη» εξιδανικευμένη ελληνικότητα ενός απροσδιόριστου παρελθόντος. Ιδιαίτερα στη Μ. Βρεταννία η τάση αυτή παράμεινε ισχυρή έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, τόσο από τον Richard Proctor, επιμελητή της πλούσιας συλλογής αρχέτυπων βιβλίων της Βιβλιοθήκης του Βρετανικού Μουσείου, όσο και από τον διάδοχό του Victor Scholderer. Ο τελευταίος ανέλαβε, για λογαριασμό της Εταιρείας για την Προώθηση των Ελληνικών Σπουδών, την επιλογή και επιμέλεια μιας νέας ελληνικής γραμματοσειράς για το στοιχειοχυτήριο Lanston Monotype Corporation. Eπέλεξε την επανασχεδίαση μιας στρογγυλόσχημης, σχεδόν ισόπαχης γραμματοσειράς η οποία πρωτοεμφανίστηκε στην έκδοση του Macrobius (1492) και αποδίδεται στο τυπογραφείο του Giovanni Rosso (Joannes Rubeus) στη Βενετία. Η γραμματοσειρά αυτή ονομάστηκε New Hellenic (1927) και υπήρξε η μόνη που μπόρεσε να ανταγωνιστεί την κυριαρχία της Porson Greek στις κλασσικές εκδόσεις της Μ. Βρεταννίας. Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε σε πολλές εκδόσεις από την δεκαετία του 1930, αν και με διαφορές στους χαρακτήρες Ξ και Ω.
Η ΕΕΤΣ προχώρησε στην ψηφιοποίησή της (1993-1994) με χορηγία της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών και προσέθεσε για τις ανάγκες της μια σειρά αρχαϊκών επιγραφικών συμβόλων. Αργότερα (2000) προστέθηκαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας (πλάγια, μαύρα και μαύρα πλάγια) καθώς και μια αντίστοιχη λατινική οικογένεια για πολύγλωσσες εκδόσεις.
Η οικογένεια γραμματοσειρών GFS Artemisia σχεδιάστηκε το 1994 από τον ζωγράφο-χαράκτη Τάκη Κατσουλίδη και αντανακλά έντονα το ύφος και τυπογραφικό αισθητήριο του δημιουργού της. Αποτελεί την προσπάθεια του να προσφέρει, από διαφορετική οπτική γωνία, μία γραμματοσειρά που θα καλύπτει το εύρος χρήσης των Times Greek και θα είναι ευχάριστη και ευανάγνωστη. Η γραμματοσειρά έχει ψηφιοποιηθεί από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο.
Ο Γιάννης Κεφαλληνός (1894–1957) υπήρξε ένας από τους δημιουργικώτερους χαράκτες της γενιάς του και ο πρώτος που ασχολήθηκε επισταμένα με την τέχνη του βιβλίου και της τυπογραφίας στην Ελλάδα. Ως καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών διαμόρφωσε το πρώτο τυπογραφικό εργαστήριο για τη μελέτη της αισθητικής του εντύπου απ᾽ όπου αποφοίτησαν πολλοί καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με τις γραφικές τέχνες τις δεκαετίες του ᾽60 και ᾽70. Στα τέλη της δεκαετίας του ᾽50 ο Κεφαλληνός σχεδίασε μια μοναδική έκδοση με χαρακτικά που αποτύπωναν εικονογραφήσεις αρχαίων αττικών ληκύθων,σε συνεργασία με Βαρλάμο, Μοντεσάντου και Δαμιανάκη. Στην έκδοση αυτή (Δέκα λευκαί λήκυθοι,1956) ο Κεφαλληνός χρησιμοποίησε μια γραμματοσειρά που είχε σχεδιάσει λίγα χρόνια νωρίτερα και την προόριζε για μια έκδοση των Ειδυλίων του Θεοκρίτου, η οποία όμως ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Η γραμματοσειρά αυτή με την επιτηδευμένη σχεδίασή της μας μεταφέρει σε αισθητικά πρότυπα αλλοτινών εποχών που είχαν επηρρεάσει βαθειά το καλλιτεχνικό έργο του. Το ανακαινισμένο εργαστήριο τυπογραφίας της ΑΣΚΤ επαναλειτούργησε πρόσφατα υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Λεόνης Βιδάλη και σε συνεργασία μαζί της η γραμματοσειρά GFS Theokritos, σχεδιασμένη ψηφιακά από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο, είναι διαθέσιμη ελεύθερα στο κοινό ως φόρος τιμής στο έργο του Γιάννη Κεφαλληνού.
Η ελληνική γραμματοσειρά Heraklit σχεδιάστηκε από τον Hermann Zapf το 1953-1954 με σκοπό να εναρμονίζεται με λατινικές γραμματοσειρές αναγεννησιακού ύφους, όπως η Palatino, Garamond, Aldus κ.ά., και επομένως δεν γνώρισε ευρεία χρήση στη μεταπολεμική Ελλάδα. Στα τέλη του 20ού αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως βάση για το ελληνικό αλφάβητο της πολύγλωσσης (Unicode) Palatino. Τα σχέδια των στοιχείων της Heraklit αποτυπώθηκαν ψηφιακά από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο. Η γραμματοσειρά GFS Heraklit-Regular δημιουργήθηκε από τους Daniel Benjamin Miller και Αντώνη Τσολομύτη.
Η γραμματοσειρά GFS Ελπίς έχει δημιουργηθεί με σκοπό τη χρήση της σε κείμενα κάθε είδους ακόμη και κάτω από δύσκολες συνθήκες αναπαραγωγής, όπως το κακής ποιότητας χαρτί ή η εκτύπωση χαμηλής ανάλυσης. Στην GFS Ελπίς συνδυάζονται αρμονικά ο διακριτικός ρυθμός που επιβάλουν οι βραχείες ανιούσες ή κατιούσες κοντυλιές και οι στρογγυλοί, συμπαγείς ακρεμόνες, με την αναγεννησιακή σχεδιαστική αισθητική και τη διακριτική εναλλαγή του πλάτους της κοντυλιάς. Η γραμματοσειρά συνοδεύεται από ανισοϋψείς αριθμούς και υποστηρίζει τεχνικές επιλογές open type, όπως απλά συμπλέγματα, μικρά κεφαλαία, ανισουψή αριθμητικά κ.ά. Οι χαρακτήρες της GFS Ελπίς προσφέρουν μία πρωτότυπη απόδοση της ελληνικής γραφής με σεβασμό στη μακρά της παράδοση. Σχεδιάστηκαν ώστε να εναρμονίζονται μεν οπτικά με την αντίστοιχη λατινική, αλλά ταυτόχρονα αποφεύγοντας τη ‘λατινοποίησή’ τους. Η GFS Ελπίς σχεδιάστηκε με σκοπό να επιτευχθεί ικανοποιητική εναρμόνιση μεταξύ των δύο γραφών, μέσω του γενικότερου χρώματος και του σχήματος των στοιχείων, όπου αυτό ήταν εφικτό, καθώς η λατινική κυριαρχείται από κάθετες κοντυλιές, ενώ η ελληνική χαρακτηρίζεται από καμπύλες. Τα γράμματα διατηρούν τη ρευστότητα της ελληνικής γραφής ενώ έχει επιτευχθεί η ισορροπία των οπτικών αντιθέσεων που απαντώνται συνληθως με τον τονισμό. Η γραμματοσειρά GFS Ελπίς είναι πρωτότυπος σχεδιασμός της Νατάσας Ραϊσάκη και συμβάλλει στη συνεχή προσπάθεια της ΕΕΤΣ να προσφέρει νέες τυπογραφικές ιδέες για χρήση στη σύγχρονη τυπογραφική αισθητική.
Η γραμματοσειρά GFS Galatea Bold επαναφέρει σε ψηφιακή χρήση τη μεσοπολεμική γραμματοσειρά με την ονομασία ΠΑΧΕΑ που χρησιμοποιούσαν στη στοιχειοθεσία κειμένου ως συνοδευτική των Απλών (Didot/Monotype 92). Σχεδιαστικά μοιάζει με τα Απλά, αλλά διαφέρει τόσο στην αντίθεση του πάχους της κοντυλιάς, όσο και στο μηνοειδές πεζό έψιλον (επηρεασμένο από το έψιλον της Porson Greek) και τους βαρύτερους μίσχους και ακρεμώνες των κεφαλαίων. Η πειραματική προβολή αυτών των σχεδιαστικών ιδιαιτεροτήτων σε μια λευκή παραλλαγή οδήγησε στη δημιουργία της GFS Galatea Regular. Το όνομα Galatea αποτελεί φόρο τιμής στην συγγραφέα και φεμινίστρια Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881–1962), σε βιβλία της οποίας βρέθηκαν δείγματα της γραμματοσειράς. Οι δύο γραμματοσειρές σχεδιάστηκαν από τον Γιώργο Τριανταφυλλάκο και είναι διαθέσιμες ελεύθερα προς χρήση.
Update Σεπτέμβριος 2018: Προστέθηκαν οι λατινικοί πεζοί χαρακτήρες στο Regular βάρος.
Update Δεκέμβριος 2019: Προστέθηκαν οι λατινικοί πεζοί χαρακτήρες στο Bold βάρος.
Η GFS Georgiou αποτελεί αναβίωση και επέκταση της γραμματοσειράς που απαντάται στο δεύτερο δειγματολόγιο του στοιχειοχυτηρίου Α. Κωνσταντινίδη (1889) ως Ελληνικοί χαρακτήρες Γεωργίου Α' (προς τιμή του τότε βασιλιά του ελληνικού κράτους). Η παλαιότερη χρήση της γραμματοσειράς που έχει εντοπιστεί βρίσκεται στο εξώφυλλο και σε ένα ολιγόστιχο παράθεμα-πρόλογο της έκδοσης: Δ. Χασιώτης, Διατριβαί και υπομνήματα περί Ηπείρου, Εκ του τυπογραφείου Αδελφών Περρή, Αθήνα, 1877(;). Έχουν εντοπιστεί διάφορα δείγματα χρήσης της γραμματοσειράς έως τη δεκαετία 1920, αλλά δεν παρουσιάστηκε σε κανένα ευρωπαϊκό δειγματολόγιο του 19ου αιώνα. Μάλλον προέρχονται από το γαλλικό στοιχειοχυτήριο Deberny et Peignot καθώς δημοσιεύτηκαν στο ελληνικό δειγματολόγιο του (Fascicule étranger No. 2 / Caracteres grecs, 1924) με την ονομασία (Caractères Grec) Romain No. 5 για τα λευκά (στα μεγέθη 15116 / 8στ. και 15116 / 11στ.) και Caractères gras grecs Νο. 2 για τα παχέα (15137 / 8στ., 15138 / 11στ. και 15141 / 12στ.). Λίγο αργότερα τα Παχέα εμφανίστηκαν και στον Καταλογο της Intertype US (1927) ως Greek Bold Face No. 10 (Font No. 1658 / 8στ.). Επιπλέον, η παχέα παραλλαγή της εμφανίζεται αργότερα στο δειγματολόγιο της Lanston Monotype US με την ονομασία Title Greek, No 160M (~1935, ενότητα Monotype Greek Marking System).
Η ψηφιακή αναβίωση βασίστηκε στην εκτενή παρουσίαση της γραμματοσειράς στο δειγματολόγιο του στοιχειοχυτηρίου Θ. Αποστολόπουλου (1901) στο οποίο ήταν διαθέσιμη ως Γεωργίου απλά των 9 και των 11 στιγμών και ως Γεωργίου παχέα των 9 και 11 στιγμών αντίστοιχα. Τα δυο ακραία βάρη της GFS Georgiou (Light και Black) βασίστηκαν στα εν λόγω δείγματα ενώ σε αυτά προστέθηκαν 5 επιπλέον ενδιάμεσα βάρη (Regular, Medium, Semi Bold, Bold, Extra Bold) καθώς και πρωτότυποι λατινικοί χαρακτήρες βασισμένοι στα σχεδιαστικά χαρακτηριστικά των αντίστοιχων ελληνικών (ένας «αντίστροφος εξελληνισμός»). Η GFS Georgiou σχεδιάστηκε από τον Γιώργο Τριανταφυλλάκο το 2021.
H GFS Orpheus είναι μια παραλλαγή της GFS Orpheus Classic. Βασίστηκε στην έκδοση Στοιχειώδης Φυσική Ιστορία του Δημητρίου Κυριακοπούλου, από τον εκδότη Ανέστη Κωνσταντινίδη στην Αθήνα το 1887. Η σχέση πεζών κεφαλαίων είναι μεγαλύτερη (μεγαλύτερες κατιούσες) από την αρχική σχεδίαση της GFS Orpheus Classic, ενώ τα κεφαλαία και οι αριθμοί σχεδιάστηκαν εκ νέου, προσπαθώντας αφενός να προσεγγίσουν το ύφος των πεζών, αφετέρου να συνδυαστούν αρμονικά στο σώμα του κειμένου. Η GFS Orpheus σχεδιάστηκε από τον Γιώργο Τριανταφυλλάκο.
Η GFS Orpheus Sans είναι μια ισόπαχη εκδοχή της GFS Orpheus. Το πείραμα του σχεδιασμού μιας ισόπαχης γραμματοσειράς βασισμένης στην πρωτότυπη ανισόπαχη γραμματοσειρά, καταδεικνύει με σαφή τρόπο τον ευφυή και πρωτοποριακό σχεδιασμό του πρωτοτύπου, το οποίο φαίνεται πως εμπεριείχε, σε πρωτόλεια ίσως μορφή, χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ισόπαχης γραμματοσειράς με καθαρή μορφολογία και αρμονικές αναλογίες. Η GFS Orpheus Sans σχεδιάστηκε από τον Γιώργο Τριανταφυλλάκο (2015–2016).
Η γραμματοσειρά αυτή εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και χρησιμοποιήθηκε για κάποιο διάστημα ως εναλλακτική λύση των πλαγίων της Λειψίας. Η ονομασία της δόθηκε προς τιμήν της μεγάλης 12τομης εγκυκλοπαίδειας Πυρσός (1927-1933) από όπου έγινε και η φωτογράφηση των στοιχείων. Η γραμματοσειρά έχει σχεδιαστεί ψηφιακά από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο και διατίθεται από την ΕΕΤΣ για ελεύθερη χρήση.