Ο πρωτότυπος σχεδιασμός του Didot, όπως εμφανίζεται στις εκδόσεις των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, ψηφιοποιήθηκε και αποτυπώθηκε από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο το 2006 στα πλαίσια της συνεργασίας της ΕΕΤΣ με το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και είναι πλέον διαθέσιμος για ελεύθερη χρήση.
Την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα ο εκδοτικός οίκος του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ αποφάσισε να χρηματοδοτήσει μια νέα ελληνική γραμματοσειρά. Ζήτησε από τον εξαίρετο φιλόλογο του Πανεπιστημίου και καλλιγράφο Richard Porson να τη σχεδιάσει με βάση τον γραφικό του χαρακτήρα και ανέθεσε τη χάραξή της στον Richard Austin. Η γραμματοσειρά ολοκληρώθηκε το 1808, ένα χρόνο μετά τον πρόωρο θάνατο του Porson. Η επιτυχία της ήταν μεγάλη και από τότε η σειρά αυτή χρησιμοποιείται στις περισσότερες εκδόσεις κλασσικών κειμένων στη Βρετανία και στις Η.Π.Α. Το 1913, η Monotype κυκλοφόρησε την Porson με κάποιες διορθώσεις στο σχέδιο των γραμμάτων, και κύριως την αντικατάσταση των όρθιων κεφαλαίων που χρησιμοποίησε ο Porson, με πλάγια. Στην Ελλάδα η γραμματοσειρά χρησιμοποιήθηκε με την ονομασία Πελασγικά μέχρι την εισαγωγή της ψηφιακής τεχνολογίας. Η GFS Porson είναι βασισμένη στη γραμματοσειρά της Monotype, αλλά χρησιμοποιεί όρθια κεφαλαία.
Aπό τα μέσα του 19ου αιώνα μια πλάγια γραμματοσειρά με έντονα καλλιγραφικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού εμφανίστηκε στην ελληνική τυπογραφική σκηνή. Η πηγή της αγνοείται, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι προϊόν γερμανικού ή ιταλικού στοιχειοχυτηρίου. Το «Δοκίμιον των εν Αθήναις κατασκευαζομένων ελληνικών χαρακτήρων εν τῳ χυτηρίῳ Κωνσταντίνου Μηλιάδου», εκδ. Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Κέρκυρα 1850 περιελάμβανε το πρώτο ανώνυμο δείγμα της στην κατηγορία στοιχείων των «11 στιγμών. Ένα ακόμα αχρονολόγητο δειγματολόγιο του Γρ. Π. Δουμά την αναφέρει ως Ελληνικά κυρτά των 11 στιγμών». Για όλο το δεύτερο μισό του αιώνα η γραμματοσειρά χρησιμοποιήθηκε σε πολλές εκδόσεις για έμφαση λέξεων, προτάσεων ή παραθεμάτων. Το 1889, ο υπερπολυτελής Οδηγός του Έλληνος τυπογράφου - Δειγματολόγειον των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδη την περιέχει ως «Χαρακτήρες ελληνικοί. Στιγμών 9 [και] 12, προσκλινή». Παρ᾽ όλα αυτά το υπέρμετρο καλλιγραφικό της ύφος και τα έντονα επικλινή κεφαλαία της δεν επιβίωσαν στις νέες απαιτήσεις της μηχανοποιημένης στοιχειοπαραγωγής του 20ού αιώνα και σταδιακά η γραμματοσειρά έπαψε να κυκλοφορεί. Ο σχεδιασμός της, παρ᾽όλα αυτά, αποτελεί μέρος της τυπογραφικής μας παράδοσης και αποτυπώθηκε ψηφιακά από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο το 2006. Είναι πλέον διαθέσιμη για ελεύθερη χρήση με την ονομασία GFS Solomos, προς τιμή του μεγάλου Έλληνα ποιητή.
Η γραμματοσειρά αυτή προέρχεται από το στοιχειοχυτήριο Deckersche Schriftgießere του Rudolf Ludwig Decker (1804-1877) στο Βερολίνο, αλλά χρησιμοποιήθηκε αρκετά συχνά στις ελληνικές εκδόσεις των πανεπιστημιακών εκδοτικών οίκων της Οξφόρδης και Καίμπριτζ κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Πρέπει να χαράχτηκε πριν το 1864, όταν οι μήτρες, όπως μας πληροφορεί ο John Bowman, αγοράστηκαν από τον οίκο της Οξφόρδης. Η χύτευση και χρήση τους, όμως, δεν έγινε παρά το 1882.
Η γραμματοσειρά είναι κεφαλαιογράμματη, ενώ διαθέτει και μικρά κεφαλαία. Ο σχεδιασμός της είναι χωρίς ακρεμώνες, αλλά διατηρεί τις ανισοπαχείς κοντυλιές και χρησιμοποιήθηκε συνήθως ως εναλλακτική βυζαντινότροπη σειρά σε πατερικά κείμενα.
Η γραμματοσειρά έχει σχεδιαστεί ψηφιακά από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο και διατίθεται από την ΕΕΤΣ για ελεύθερη χρήση.
Η γραμματοσειρά πρωτοεμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και διατηρήθηκε ως τη δεκαετία του 1960. Τα εν λόγω τυπογραφικά στοιχεία χαρακτηρίζονται από μια σαφήνεια και καθαρότητα στον σχεδιασμό τους. Με σχεδόν στρογγυλό οφθαλμό, χαμηλό ύψος πεζών, αρκετά υψηλή αντίθεση και σχεδόν οριζόντιο άξονα, συνιστούν μια ιδιαίτερα καλαίσθητη και ευανάγνωστη γραμματοσειρά, η οποία λειτουργεί εξαιρετικά σε μικρές στιγμές. Η GFS Orpheus Classic είναι μια απόπειρα αποτύπωσης των ιδιαίτερων αυτών τυπογραφικών στοιχείων. Ψηφιοποιήθηκε από τον Γιώργο Τριανταφυλλάκο βάσει δειγμάτων της εταιρίας Linotype.
Μία από τις πλέον ιστορικές ελληνικές γραμματοσειρές του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα υπήρξε η Griechische Antiqua, η οποία σχεδιάσθηκε το 1850 από τον Γερμανό Μaurice Εduard Pinder, λόγιο, χαράκτη και εξέχον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου. Η ΕΕΤΣ προσφέρει στο κοινό την πλέον δημοφιλή παραλλαγή της, η οποία απαντάται κυρίως μεταξύ των ετών 1870 και 1940 σε φιλολογικά περιοδικά του γερμανόφωνου χώρου και σε πάμπολλες κριτικές εκδόσεις αρχαιοελληνικών και βυζαντινών κειμένων των οίκων Teubner (Λειψίας) και Weidmann (Βερολίνου). Μερικές από αυτές: η Ανθολογία των Βυζαντινών μελωδών από τους Wilhelm von Christ και Ματθαίο Παρανίκα (Λειψία 1871), η έκδοση του Επικούρου από τον Heinrich Usener (Epicurea, Λειψία 1887), του Μητροδώρου από τον Alfred Koerte (Λειψία 1890), του Πινδάρου από τον Otto Schroeder (Λειψία 1908), του Αισχύλου από τον U. von Wilamowitz-Moellendorff (Βερολίνο 1910, 1915), του Βακχυλίδη από τον Bruno Snell (Λειψία, 1934), των Εβδομήκοντα από τον Alfred Rahlfs (Στουτγάρδη 1935), του λεξικού του Σουίδα από την Ada Adler (Λειψία 1928-1938), κ.ά. Ο E.J. Kenney θρηνεί την εγκατάλειψη αυτής της γραμματοσειράς μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο ως μία τεράστια «χαμένη ευκαιρία» για την ελληνική τυπογραφία ('From Script to Print', Greek Scripts: An illustrated Introduction, Society for the Promotion of Hellenic Studies, 2001, σελ. 69).
Οφείλουμε θερμότατες ευχαριστίες στον κλασσικό φιλόλογο Δημήτριο Παπανικολάου για την υπόδειξη της γραμματοσειράς, ενώ ο ίδιος μας παρέσχε και το υλικό που ήταν απαραίτητο για την ψηφιακή αποτύπωση των στοιχείων. Ο ψηφιακός σχεδιασμός της γραμματοσειράς με την ονομασία GFS Philostratos έγινε από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο
Ο Georg Joachim Göschen ίδρυσε το 1782 στη Λειψία τον εκδοτικό οίκο G.J. Göschensche Verlagsbuchhandlung και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκδότες των γερμανών συγγραφέων της περιόδου. Ο Göschen έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την τέχνη της τυπογραφίας επηρεασμένος από τις εκδόσεις των G. Bodoni και F. Didot. Από το 1797, μαζί με τον λόγιο Johann Jakob Griesbach, ξεκίνησαν μια έκδοση της Καινής Διαθήκης με χάραξη νέων ελληνικών στοιχείων, για τα οποία σχημάτισε μια επιτροπή λογίων μαζί με τον στοιχειοχαράκτη Johann Prillwitz. Η έκδοση κυκλοφόρησε το 1803 και στα στοιχεία είναι εμφανείς οι επιρροές από τον Bodoni. Χαρακτηρίζονται από το έντονο νεοκλασικό ύφος, την πλάγια κλίση τους, το μεγάλο μέγεθος και την υπερβολικά καλλιγραφική αισθητική τους, ιδιαίτερα στα κεφαλαία.
Ο σχεδιασμός και το μέγεθός της δεν επέτρεπε τη χρήση της για κοινές εκδόσεις και δεν είχε παρά έμμεση επιτυχία επηρεάζοντας τα πλάγια στοιχεία της Λειψίας που χαράχτηκαν αργότερα στη Γερμανία. Παρ᾽όλα αυτά, αποτελεί μέρος της τυπογραφικής μας παράδοσης και αποτυπώθηκε ψηφιακά από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο το 2009. Είναι πλέον διαθέσιμη για ελεύθερη χρήση με την ονομασία GFS Göschen cursive, προς τιμή του εκδότη που τα οραματίστηκε.