O Giambattista Bodoni υπήρξε ο σημαντικότερος σχεδιαστής τυπογραφικών στοιχείων της Iταλίας κατά τον 18ο αιώνα. Eργαζόμενος στο στοιχειοχυτήριο του Bατικανού κατά την νεότητά του ήρθε σε επαφή και ασχολήθηκε επισταμένα με όλες τις «εξωτικές» γλώσσες της ανατολής για τις οποίες τύπωναν διάφορα βιβλία του καθολικού δόγματος. Όταν αργότερα ίδρυσε το δικό του τυπογραφείο στην Πάρμα, ασχολήθηκε και με τη χάραξη ελληνικών γραμματοσειρών και είχε εκδόσει πολλά βιβλία της κλασσικής φιλολογίας με τις γραμματοσειρές του στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Oι ελληνικοί σχεδιασμοί του Bodoni είναι από τους πρώτους στην ηπειρωτική Eυρώπη που απομακρύνονται ριζικά από το βυζαντινό ιδίωμα και τα πολυάριθμα συμπλέγματα που επικρατούσε στην ελληνική στοιχειοθεσία μέχρι τότε. Tα στοιχεία του, όμως, παρότι επηρέασαν τις μετέπειτα γενιές δεν μακροημέρευσαν και σπάνια απαντώνται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.
Η ΕΕΤΣ, στα πλαίσια της αναμνηστικής έκδοσης των Ολυμπιόνικων του Πινδάρου (2004), χρησιμοποίησε την κλασσική ελληνική γραμματοσειρά του Giambattista Bodoni σχεδιασμένη ψηφιακά από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο και τη διαθέτει πλέον ελεύθερα στο κοινό. Στα χαρακτηριστικά OpenType [ligatures] έχει προστεθεί η δυνατότητα χρησιμοποίησης των δίφθογγων με τον τονισμό ανάμεσα στους δύο τυπογραφικούς χαρακτήρες, όπως στοιχειοθετούσε τα ελληνικά κείμενα ο Giambattista Bodoni.
Ο John Baskerville (1706-1775) ασχολήθηκε αργά στη ζωή του με την τυπογραφία, αλλά παρόλα αυτά το έργο του υπήρξε σημαντικό. Δραστήριος εῖχειρηματίας και ανήσυχο πνεύμα ωφέλησε την τυπογραφία τόσο σε αισθητικό όσο και σε τεχνολογικό επίπεδο. Πραγματοποίησε πολλές καινοτομίες στην εκτύπωση, την κατασκευή χαρτιού και μελάνης και υπήρξε τελειομανής σε κάθε εγχείρημα που αναλάμβανε. Ασχολήθηκε επισταμένα με τη σχεδίαση τυπογραφικών χαρακτήρων και η λατινική γραμματοσειρά του, με την οποία τύπωσε μία έκδοση του Βιργιλίου το 1757, εντυπωσίασε τους τυπογράφους και το βιβλιόφιλο κοινό σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Αργότερα, ο Baskerville επιχείρησε τον σχεδιασμό ελληνικών χαρακτήρων τα οποία χρησιμοποίησε για τη στοιχειοθεσία της Καινής Διαθήκης το 1763 για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ο σχεδιασμός της γραμματοσειράς ακολουθούσε την απλοποίηση της ελληνικής τυπογραφικής κάσας, αποφεύγοντας τα πολυάριθμα συμπλέγματα, αλλά οι σχετικά στενές αναλογίες των στοιχείων δεν κέρδισαν την αποδοχή του βρετανικού κοινού και δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε. Παρόλα αυτά έντονοι απόηχοί της μπορούν να αναγνωριστούν στα ελληνικά στοιχεία του Giambattista Bodoni στην Ιταλία και εμμέσως σε αυτά του Firmin Didot στη Γαλλία.
Η ψηφιοποίηση της γραμματοσειράς έγινε από τη Σοφία Καλαϊτζίδου και τον Γιώργο Ματθιόπουλο.
Κατά τον 18ο αιώνα η παλαιά πρακτική της χάραξης ελληνικών στοιχείων στο πρότυπο της επισεσυρμένης βυζαντινής γραφής - που είχε καθιερωθεί σε όλη την Ευρώπη, πρώτα από τον Άλδο Μανούτιο, αλλά κυρίως από τα Ελληνικά του Βασιλέως του Claude Garamont - συνέχισε να υπάρχει και να χρησιμοποιείται ευρέως, παρά την αυξάνουσα τάση των τυπογράφων να περιορίσουν τη χρήση των πολυάριθμων συμπλεγμάτων. Η GFS Gazis αποτελεί μια γερμανική εκδοχή, αντιπροσωπευτική αυτού του ύφους κατά την τελευταία δεκαετία του αιώνα. Το όνομά της αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής σε έναν από τους σημαντικώτερους έλληνες διανοητές της περιόδου, τον Άνθιμο Γαζή (1758-1828) o οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εκδοτική επιμέλεια, τη μετάφραση και τη συγγραφή μεγάλου αριθμού έργων και διετέλεσε εκδότης του περιοδικού Ερμής ο Λόγιος στη Βιέννη.
Η ψηφιοποίηση της GFS Gazis έγινε από τον Γιώργο Δ. Ματθιόπουλο.